- όπλισμα
- το (Α ὅπλισμα) [οπλίζω]νεοελλ.στρ. περιληπτική ονομασία τών εξαρτημάτων ή τών οργάνων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη βολή με πυροβόλα όπλααρχ.1. το σύνολο τών όπλων, τα όπλα, ο οπλισμός2. εξοπλισμένος στόλος («Βοιωτῶν δ' ὅπλισμα ποντίας πεντήκοντα νῆας εἰδόμαν», Ευρ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τοῡ πλοίου σχοινίον», τα ξάρτια, τα άρμενα τού πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.